-
1 Exchange
v. trans.P. and V. ἀλλάσσειν (or mid.), μεταλλάσσειν, ἀνταλλάσσειν (or mid.), ἀμείβειν (or mid.) (Plat. but rare P.), διαλλάσσειν, P. διαμείβειν (or. mid.).Put in exchange: V. ἀντιτιθέναι.Exchange one thing for another: P. and V. ἀλλάσσειν (or mid.) (τί τινος or ἀντί τινος), ἀνταλλάσσειν (or mid.) (τί τινος or ἀντί τινος), διαλλάσσειν (P. τι ἀντί τινος, V. τί τινι).I will exchange my white dress for black: V. πέπλων δε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι (Eur., Hel. 1088).Exchange your tears for her wedding strains: V. δάκρυα δʼ ἀνταλλάσσετε τοῖς τῆσδε μέλεσι... γαμηλίοις (Eur., Tro. 351).——————subs.A taking in exchange: P. ἀντίληψις, ἡ.Something taken in exchange: V. ἀντάλλαγμα, τό.Numbers are but a poor exchange for a true friend: V. ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντάλλαγμα γενναίου φίλου (Eur., Or. 1156).They were liberated by an exchange of prisoners: P. ἀνὴρ ἀντʼ ἀνδρὸς ἐλύθησαν (Thuc. 2, 103).Exchange of properly: P. ἀντίδοσις, ἡ( There had been included in the bill) what the rate of exchange was: P. (ἐγέγραπτο) ὁπόσου ἡ καταλλαγὴ ἦν τῷ ἀργυρίῳ (Dem. 1216).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exchange
-
2 Prefer
v. trans.Prefer an accusation: P. γραφὴν ἀποφέρειν (Dem. 423).Prefer one thing to another: P. and V. αἱρεῖσθαί (τι ἀντί τινος), P. (τι μᾶλλον ἤ τι), V. (τι πρόσθε τινός) (Eur., Hel. 952), προτιθέναι (or mid. in V.) (τί τινος) (Thuc. 3, 39), V. (τί ἀντί τινος or τι πάρος τινος), P. προτιμᾶν (τί τινος or τι ἀντί τινος), προαιρεῖσθαι (τί τινος or τι πρό τινος), V. προλαμβάνειν (τι πρό τινος).Prefer war to peace: P. πόλεμον ἀντʼ εἰρήνης μεταλαμβάνειν (Thuc. 1, 120).Prefer Aphrodite to Bacchus: V. τὴν Ἀφροδίτην πρόσθʼ ἄγειν τοῦ Βακχίου (Eur., Bacch. 225).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prefer
-
3 Why
adv.Interrogative: P. and V. τί, τοῦ χάριν (Dem. 490). P. διὰ τί, τοῦ ἕνεκα (Dem. 1104), ἀντὶ τίνος (Plat., Lys. 208E), V. πρὸς τί, ἀντὶ τοῦ, εἰς τί, τί χρῆμα, τίνος ἕκατι, ἐκ τοῦ (Eur., El. 246), τίνος χάριν.For what purpose: P. and V. ἐπὶ τῷ (Soph., Aj. 797).Indirect: P. διότι; V. ἀνθʼ ὅτου, or see the direct forms.Why not: V. τί μή.Why so: Ar. τιή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Why
-
4 Serve
v. trans.Wait on: P. and V. ὑπηρετεῖν (dat.), διακονεῖν (dat.), λατρεύειν (dat.) (Isoc.), θεραπεύειν (acc.), V. προσπολεῖν (dat.)Be a slave to: P. and V. δουλεύειν (dat.), θητεύειν (dat.).Help, assist: P. and V. ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ὑπηρετεῖν (dat.), ἐξυπηρετεῖν (dat.), ὑπουργεῖν (dat.); see help.Treat: P. and V. χρῆσθαι (dat.)Serve at table: see serve up.Serving his own illegal ends: P. τῇ ἑαυτοῦ παρανομίᾳ ἐξυπηρετῶν (Lys. 122).Serve in an office: Ar. and P. ἀρχὴν ἄρχειν.Serve in turn: V. ἀντιδουλεύειν (dat.).Be a slave: P. and V. δουλεύειν, θητεύειν.Serve in the army: P. and V. στρατεύειν (or mid.).Serve in a jury: Ar. and P. δικάζειν.Evils serve as an example to the good: V. τὰ γὰρ κακὰ παραδεῖγμα τοῖς ἐσθλοῖσιν... ἔχει (Eur., El. 1084).Serve for, do instead of: P. and V. ἀντί τινος εἶναι (Thuc. and V. μετρεῖν, P. διαμετρεῖν, V. ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).Requite: P. and V. ἀμείβεσθαι, ἀμύνεσθαι, ἀνταμύνεσθαι, Ar. and V. ἀνταμείβεσθαι; see also P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc., V. gen.).Help towards a result: P. προφέρειν (εἰς, acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Serve
-
5 Cost
subs.Legal costs (paid by the loser in an action.): P. ἐπωβελία, ἡ.You shall speak to your cost: V. κλάων ἐρεῖς (Soph., O.R. 1152; same construction often in Aristophanes).To make plans to avoid death at all costs: P. μηχανᾶσθαι ὅπως (τις) ἀποφεύξεται πᾶν ποιῶν θάνατον (Plat., Ap. 39A).At the cost of: P. and V. ἀντί (gen.).At what cost? P. and V. πόσου;——————v. trans.Be valued at: P. τιμᾶσθαι (gen.).met., deprive of: P. and V. στερίσκειν (τινά τινος).I refused to charge more than they cost me: P. οὐκ ἠθέλησα πράξασθαι πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν (Andoc. 21).Be at a price: use Ar. and P. γίγνεσθαι (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cost
См. также в других словарях:
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… … Dictionary of Greek
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek